- σταμνίσκος
- σταμν-ίσκος, ὁ,= foreg. 1, Inscr.Délos 372 B 24, al. (200 B.C.), Poll.7.162.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταμνίσκος — ὁ, Α [στάμνος] σταμνάκι … Dictionary of Greek
σταμνίσκοι — σταμνίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταμνίσκιον — τὸ, Μ [σταμνίσκος] ουροδοχείο … Dictionary of Greek